- παραστρατηγηθῆναι
- παραστρατηγέωissue orders interfering with those of the generalaor inf passπαραστρατηγέωissue orders interfering with those of the generalaor inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραστρατηγώ — έω, Α 1. εκδίδω διαταγές που αντίκεινται στις διαταγές τού στρατηγού 2. παθ. παραστρατηγοῡμαι, έομαι γίνομαι αντικείμενο εκμεταλλεύσεως («παραστρατηγηθῆναι διὰ τῶν φίλων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στρατηγῶ (< στρατηγός)] … Dictionary of Greek